- φονταμενταλιστής
- και φουνταμενταλιστής, ο, θηλ. φο(υ)νταμενταλίστρια, Νθρησκειολ. ο οπαδός τού φονταμεταλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fondamentaliste < αγγλ. fundamentalist].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουνταμενταλιστής — ο, θηλ. φουνταμενταλίστρια, Ν βλ. φονταμενταλιστής … Dictionary of Greek